- αγχίπολις
- ἀγχίπολις και ποιητ. ἀγχίπτολις (-εως), ο, η (Α)αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά στην πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πόλις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγχίπολις — ἀγχίπτολις near the city masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek